*Βασίλης Παυλόπουλος
Το Εθνικό Συμβούλιο κατά των Ναρκωτικών είναι ένας κινηματικός φορέας που δραστηριοποιείται στη χώρα μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 με παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε μία συνεπή και ξεκάθαρη θέση, η οποία καθοδηγεί τους αγώνες και τις δράσεις μας: λέμε όχι απέναντι σε όλα τα ναρκωτικά και διεκδικούμε τρόπους αντιμετώπισης μέσα από το τρίπτυχο: πρόληψη-θεραπεία-κοινωνική επανένταξη.
Είναι πάνω σε αυτές τις αρχές που εξετάζουμε τη σχέση των εξαρτήσεων με τον αθλητισμό. Γιατί για εμάς οι εξαρτήσεις δεν συνιστούν μεμονωμένο ιατρικό πρόβλημα που αφορά την ιδιωτική ζωή των χρηστών, αλλά έχουν πολλαπλές αιτίες και επιπτώσεις που ανάγονται στο κοινωνικό, στο διαπροσωπικό και στο ψυχολογικό επίπεδο. Παρομοίως, η αντιμετώπισή τους δεν είναι ζήτημα «ατομικής ευθύνης» αλλά απαιτεί επιστημονική γνώση, πολιτική βούληση και συλλογική δέσμευση πάνω σε ένα εναλλακτικό πρότυπο ζωής που αντιμάχεται τον εξοντωτικό ανταγωνισμό, την κατανάλωση και το κέρδος.
Όμως πώς διαμορφώνεται το τοπίο όσον αφορά τις ναρκωτικές ουσίες και τις εξαρτήσεις στην Ελλάδα σήμερα; Γνωρίζαμε ήδη πριν την πανδημία ότι οι τάσεις είναι αρνητικές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την πανελλήνια περιοδική έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής σε μαθητές λυκείου το 2019 (Φωτίου & συν., 2021), σχεδόν ένας στους 6 εφήβους ανέφερε πως είχε κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας, με μακράν δημοφιλέστερη την κάνναβη (14,7%). Σχεδόν οι 2 από τους 5 που είχαν κάνει πρόσφατη χρήση κάνναβης (περίπου 3% του συνόλου των εφήβων) βρίσκονταν σε υψηλό κίνδυνο για εξάρτηση από αυτήν. Μάλιστα, η αυξητική τάση των στοιχείων χρήσης διπλασιαζόταν ή και τριπλασιαζόταν από τα 16 έως 18 έτη.
Ταυτόχρονα, η ανοχή απέναντι στη χρήση είναι ανησυχητικά υψηλή: σχεδόν 6 στους 10 μαθητές λυκείου θεωρούν ακίνδυνη τη δοκιμή κάνναβης, παρόλο που προκαλεί εθισμό για έναν στους 6 εφήβους και λειτουργεί ως πρόδρομος στη χρήση ηρωίνης για 9 στα 10 εξαρτημένα άτομα.
Στη χώρα μας εντοπίστηκαν περισσότερες από 100 νέες ψυχοδραστικές ουσίες την τελευταία δεκαετία (ΕΚΤΕΠΝ, 2021). Η πανδημία ήρθε απλώς να επιδεινώσει την κατάσταση, και μάλιστα με άνισο τρόπο σε βάρος των πιο φτωχών λαϊκών στρωμάτων και των ευάλωτων ομάδων: για παράδειγμα, στη διάρκεια της καραντίνας την άνοιξη του 2020 η ανάλυση των αστικών αποβλήτων κατέγραψε αύξηση της κατανάλωσης αμφεταμίνης έως και 650% συγκριτικά με το 2019, ενώ η χρήση κοκαΐνης τριπλασιάστηκε σε έναν χρόνο, δικαιολογώντας έτσι την περιγραφή της κατάστασης ως «πανδημία μέσα στην πανδημία» (Μπουσδούκου, 2021). Δεν θα επεκταθώ εδώ σε άλλες μορφές συμπεριφορικών εξαρτήσεων, όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο, οι οποίες επίσης εκτοξεύτηκαν (Masaeli & Farhadi, 2021).
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η πολιτεία φαίνεται να έχει επιλέξει να συμβιβαστεί με το πρόβλημα και να εστιάζει απλώς στην επικοινωνιακή και οικονομική διαχείρισή του. Οι ευρωπαϊκές και εγχώριες πολιτικές δίνουν έμφαση στην κατ’ ευφημισμό «μείωση της βλάβης» (βλ. τους πολυδιαφημισμένους χώρους εποπτευόμενης χρήσης) και στη χορήγηση υποκατάστατων, παρά στη θεραπεία σε «στεγνά» προγράμματα. Επιπλέον, με τη νομοθεσία για τη φαρμακευτική κάνναβη (Ν. 4139/2013 και 27462/2022) και τη βιομηχανική κάνναβη (ΚΥΑ 68/14304, 18-1-2021), από την προηγούμενη και την τωρινή κυβέρνηση, αυξήθηκε η δραστηριότητα των εταιριών που διαθέτουν προϊόντα κάνναβης στην αγορά, ενώ η –συχνά σκόπιμη– σύγχυση όσον αφορά την περιγραφή των συστατικών τους αθωώνει ουσιαστικά την κάνναβη στη συνείδηση των νέων και αυξάνει την πιθανότητα χρήσης βαφτίζοντάς την «ψυχαγωγική».
Ποια είναι η θέση του αθλητισμού σε όλα αυτά; Η λέξη-κλειδί εδώ είναι βέβαια η πρόληψη. Όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο, αποτελεί πέρα για πέρα αλήθεια ότι η πρόληψη είναι προτιμότερη από τη θεραπεία, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ένα τόσο σύνθετο κοινωνικό πρόβλημα, όπως οι εξαρτήσεις, στο πλαίσιο βεβαίως ενός ευρύτερου σχεδιασμού που περιλαμβάνει και άλλους άξονες δράσεων. Είναι τόσο αυτονόητη αυτή η προστατευτική λειτουργία του αθλητισμού, ώστε δεν μας εντυπωσιάζει η οργάνωση εκδηλώσεων που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους, με τίτλους όπως «αθλητισμός ενάντια στα ναρκωτικά», «ο αθλητισμός αντίδοτο στις εξαρτήσεις», «εθισμός στον αθλητισμό, η καλύτερη απάντηση στα ναρκωτικά» και άλλα περισσότερο ή λιγότερο ευρηματικά. Αξίζει όμως να εξετάσουμε πιο προσεκτικά πώς λειτουργεί αυτή η σχέση για τα παιδιά και τους νέους, ποια είναι η πραγματική αποτελεσματικότητα του αθλητισμού στην πρόληψη και κάτω από ποιες προϋποθέσεις.
Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, ο αθλητισμός έχει μια σειρά από ελκυστικά χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ιδανικό αντίβαρο στη χρήση ουσιών για τους νέους (UNODCCP, 2002): προκαλεί έξαψη και ενθουσιασμό, τους δίνει τη δυνατότητα να διερευνήσουν τα όριά τους και να πάρουν ρίσκα, διαμορφώνει την ταυτότητά τους μέσα από τη συμμετοχή και την ένταξη σε μία ομάδα συνομηλίκων με κοινά ενδιαφέροντα. Όμως, ο αθλητισμός κάνει πολύ περισσότερα από τα παραπάνω έχοντας ευεργετικές επιπτώσεις για όλους σχεδόν τους τομείς λειτουργίας του αναπτυσσόμενου ατόμου (UNODCCP, 2002).
Συμβάλλει στη σωματική ανάπτυξη, υγεία και ευεξία μέσα από την άσκηση.
Διαμορφώνει συγκροτημένες προσωπικότητες, με αυτοέλεγχο και πειθαρχία, που μπορούν να αντισταθούν στις κοινωνικές πιέσεις των συνομηλίκων για ριψοκίνδυνες ή παραβατικές συμπεριφορές.
Μειώνει το στρες και ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητα μέσα από την προσπάθεια να ξεπεράσει κανείς τα εμπόδια και να γίνει καλύτερος.
Προάγει την κοινωνικοποίηση καλλιεργώντας αρετές όπως η συνεργασία, η τήρηση του κώδικα δεοντολογίας, η δέσμευση στην ομάδα και η δημιουργία ισχυρών φιλικών σχέσεων.
Ακόμα και ο ανταγωνισμός, στο πλαίσιο του ευ αγωνίζεσθαι, έχει προταθεί ως μία μορφή συνεργασίας, καθώς βοηθά τους νέους να εντοπίσουν τις αδυναμίες τους και να δουλέψουν για να τις βελτιώσουν. Επιπλέον, ο αθλητισμός αποτελεί κατεξοχήν δημιουργική δραστηριότητα που καταπολεμά την ανία, αναδεικνύει ταλέντα και δεξιότητες.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει παιδιά και γνωρίζουμε από προσωπική πείρα ότι δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός και διασκεδαστικός τρόπος να μαθαίνει κανείς από ό,τι το παιχνίδι. Δεν είναι τυχαίο ότι η χαλάρωση, το παιχνίδι και η συμμετοχή σε δραστηριότητες αναψυχής αναγνωρίζονται ρητά σε διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού (UNICEF, 1989, άρθρο 31), μαζί με θεμελιώδη δικαιώματα όπως η στέγη, η διατροφή, η εκπαίδευση και η προστασία.
Οι ευεργετικές επιδράσεις του αθλητισμού είναι λοιπόν καλά εδραιωμένες και αναμφισβήτητες. Όμως μπορούν να αποτελέσουν ανάχωμα στη χρήση ουσιών; Είναι τελικά ο αθλητισμός παράγοντας πρόληψης των εξαρτήσεων; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αν και μοιάζει διαισθητικά καταφατική, χρειάζεται να τεκμηριωθεί από επιστημονικά δεδομένα, τα οποία ξεπερνούν τους περιορισμούς της προσωπικής εμπειρίας και συμβάλλουν στη σφαιρική κατανόηση των φαινομένων. Θα μοιραστώ μαζί σας ορισμένα στοιχεία που έχουν προκύψει από διεθνείς μελέτες και μας βοηθούν να εμβαθύνουμε στη σχέση του αθλητισμού με τη χρήση ουσιών, φωτίζοντας ορισμένες όψεις της που δεν είναι πάντα τόσο εμφανείς.
Σε μετα-ανάλυση 17 διαχρονικών ερευνών (Kwan et al., 2014), η αθλητική συμμετοχή συνδέθηκε αρνητικά με τη χρήση παράνομων ουσιών, γενικά, και ειδικότερα με τη χρήση κάνναβης.
Δηλαδή, όσο πιο ενεργά ασκούσαν οι νέοι κάποιο άθλημα, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να χρησιμοποιούν κάνναβη και άλλες παράνομες ουσίες. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον η διαπίστωση των ερευνητών ότι υπάρχει μία κρίσιμη περίοδος στην οποία ο αθλητισμός μειώνει το ρίσκο για τη χρήση ουσιών, και αυτή είναι η εφηβεία. Δηλαδή, η συμμετοχή σε αθλήματα λειτουργεί πιο προστατευτικά για τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου, παρά για μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτά τα επιστημονικά ευρήματα δεν είναι μεμονωμένα.
Σε άλλη μετα-ανάλυση 34 μελετών (Lisha & Sussman, 2010), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συμμετοχή σε αθλήματα μειώνει την πιθανότητα κατανάλωσης καπνού και παράνομων ουσιών.
Ακόμα, σε έρευνα με επίλεκτους νεαρούς αθλητές υψηλών επιδόσεων (Peretti-Watel et al., 2003) βρέθηκε ότι αυτοί είχαν 2-3 φορές χαμηλότερα ποσοστά κατανάλωσης καπνού, κάνναβης, και αλκοόλ, συγκριτικά με τους μη αθλητές.
Τα ευρήματα ωστόσο δεν είναι μονοσήμαντα. Στην παραπάνω μελέτη (Peretti-Watel et al., 2003) εντοπίστηκαν δύο παράγοντες ρίσκου εντός της ομάδας των επίλεκτων αθλητών: Πρώτον, οι αθλητές ομαδικών αθλημάτων ανέφεραν πιο αυξημένη χρήση αλκοόλ από ό,τι οι αθλητές ατομικών αθλημάτων. Και δεύτερον, οι αθλήτριες με ανταγωνισμό διεθνούς επιπέδου έκαναν πιο αυξημένη χρήση κάνναβης από ό,τι οι αθλήτριες με λιγότερο έντονο ανταγωνισμό. Αλλά και στις δύο ανασκοπήσεις ερευνών που παρουσιάστηκαν νωρίτερα (Kwan et al., 2014· Lisha & Sussman, 2010) οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή σε αθλήματα συσχετίζεται με αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ.
Η διαπίστωση ότι η χρήση ουσιών διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο του αθλήματος, το επίπεδο του ανταγωνισμού και το φύλο εισάγει στη συζήτηση εύλογους προβληματισμούς.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το γραφείο του ΟΗΕ για τον έλεγχο των ουσιών και την πρόληψη του εγκλήματος (2002), υπάρχει η λεγόμενη «σκοτεινή πλευρά» του αθλητισμού, η οποία δυστυχώς δεν είναι άγνωστη σε εμάς. Πρόκειται για τα περιστατικά βίας και τις συγκρούσεις μεταξύ οπαδών που καταγράφονται σε αθλητικές συναντήσεις και όχι μόνο. Αλλά και στους ίδιους τους αθλητές επισημαίνονται συμπεριφορές που καταπατούν τον κώδικα δεοντολογίας, που αναγορεύουν τη νίκη ως αυτοσκοπό ακόμα και με αθέμιτα μέσα, που περιφρονούν τον ηττημένο, που στερούν ευκαιρίες συμμετοχής από τους λιγότερο ταλαντούχους αθλητές ακόμα και σε ερασιτεχνικές ομάδες.
Δεν θα ήταν άστοχο να συνοψίσουμε τα φαινόμενα αυτά ως παρενέργειες αυτού που αποκαλούμε επαγγελματικό αθλητισμό, ιδιαιτέρως όταν αυτός συνδυάζεται με το νοσηρό φαινόμενο της εμπορευματοποίησης. Κοινός παρονομαστής: η επιδίωξη του κέδρους για τους εμπλεκόμενους, είτε είναι αθλήτριες/ές, είτε χορηγοί, είτε άλλοι αθλητικοί παράγοντες. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο αθλητισμός εντάσσεται στο ευρύτερο ισχύον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και, άρα, θεμελιώνεται πάνω στα ίδια πρότυπα και τις ίδιες αρχές. Είναι το ίδιο σύστημα που παράγει τις ανισότητες, την ανεργία, την εκμετάλλευση και, εν τέλει, είναι το ίδιο σύστημα που οδηγεί στη χρήση ουσιών, τάχα ως «ατομική επιλογή» και «δικαίωμα στο σώμα», και που κατ’ επέκταση βλέπει την απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη ως «ατομική ευθύνη».
Υπάρχει, θα λέγαμε, ένας φαύλος κύκλος που τροφοδοτεί τη μεγιστοποίηση του κέρδους με την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού. Ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για αυτό είναι ένα αμερικανικό διαφημιστικό σποτ στους ολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα το 1996 με το εύγλωττο σύνθημα: «Δεν κερδίζεις το αργυρό μετάλλιο, χάνεις το χρυσό!» Πώς όμως αυτά συνδέονται με την κατάχρηση ουσιών; Μια ερμηνεία εξηγεί την αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ μέσω του μηχανισμού της διαφήμισης: Πολλές έρευνες επισημαίνουν ότι στις αθλητικές συναντήσεις αθλητές και κοινό εκτίθενται σε περισσότερα μηνύματα προώθησης προϊόντων αλκοόλ από ό,τι τα άτομα που δεν έχουν σχέση με τον αθλητισμό. Το συμπέρασμα αυτό είναι διδακτικό και για άλλες ουσίες, όπως η κάνναβη, γύρω από την οποία έχουν στηθεί μεγάλα εμπορικά συμφέροντα: Όσο μεγαλύτερη η εξοικείωση με μία ουσία μέσα από τη νομιμοποίησή της και την έκθεση σε συναφή προϊόντα και διαφημιστικά μηνύματα, τόσο αυξάνονται τα ποσοστά κατάχρησης ή εξάρτησης από την ουσία, ιδιαιτέρως σε μικρότερες ηλικιακές ομάδες που είναι πιο ευάλωτες στα διαφημιστικά μηνύματα.
Μια άλλη διαδρομή που συνδέει την κατάχρηση ουσιών με τις νοσηρές παρενέργειες του επαγγελματικού αθλητισμού έχει να κάνει με την προσπάθεια διαχείρισης του αυξημένου στρες που προκαλεί στους αθλητές ο εξοντωτικός ανταγωνισμός. Μάλιστα, οι αθλητές μπορεί να βιώνουν στρες ακόμα και μετά την απόσυρσή τους από την ενεργό δράση, ιδιαιτέρως στο κρίσιμο διάστημα της μετάβασης σε άλλες δραστηριότητες, όπως υποδεικνύει επιστημονική έρευνα στην Αυστραλία (Cosh et al., 2021).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές Ελλήνων αθλητών, πρώην χρηστών που εντάχθηκαν σε «στεγνά» προγράμματα απεξάρτησης. Εκεί θα συναντήσουμε μαρτυρίες για το πώς η πίεση για πρωταθλητισμό που βίωσε ένα αγόρι 12 ετών στην κολύμβηση ή ένα νεαρό κορίτσι στη γυμναστική οδήγησαν σταδιακά στην εξάρτηση από ουσίες, αλλά και για την εχθρική στάση που αντιμετώπισαν απεξαρτημένοι αθλητές από συναθλητές τους και αθλητικούς παράγοντες όταν προσπάθησαν να ενταχθούν ξανά στον αθλητισμό (Δραγώνας, 2008).
Και, βέβαια, ένα άλλο μονοπάτι προς τις ουσίες περνά από τη χρήση αναβολικών για τη βελτίωση των επιδόσεων των αθλητών. Το ίδιο το ντόπινγκ είναι ένα φαινόμενο που αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής εκδήλωσης, γι’ αυτό δεν θα επεκταθώ περισσότερο στη σημερινή μας συνάντηση. Θα κρατήσω μόνο για τους σκοπούς μας τα συμπεράσματα μιας μεγάλης πρόσφατης έρευνας για την πρόληψη του ντόπινγκ που συμπεριέλαβε 53 εθνικά προγράμματα από 4 ηπείρους (Gatterer et al., 2020), όπου ως σημαντικότερα εμπόδια αναδείχθηκαν ο ανεπαρκής σχεδιασμός και οι ελλείψεις σε χρηματοδότηση και προσωπικό.
Τελικά, γίνεται φανερό ότι, πέρα από ένα δυνατό και καθαρό «όχι στα ναρκωτικά – ναι στον αθλητισμό», χρειάζεται να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα τι είδους αθλητισμό θέλουμε και τι προγράμματα πρόληψης θα εφαρμόσουμε. Και εδώ ο επιστημονικός σχεδιασμός έρχεται αρωγός. Σχετικές μελέτες (Kristjansson, 2020) αναδεικνύουν τρεις προστατευτικούς παράγοντες των προγραμμάτων για τη μείωση της κατάχρησης ουσιών και αλκοόλ από εφήβους: Πρώτον, οι γονείς να γνωρίζουν με ποιους κάνουν παρέα τα παιδιά τους. Δεύτερον, οι γονείς να γνωρίζουν και να συνδέονται με τους γονείς των φίλων των παιδιών τους. Και τρίτον, οι έφηβοι να συμμετέχουν σε ομαδική αθλητική δραστηριότητα τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα. Ως παράγοντες ρίσκου επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, οι κοινωνικές νόρμες που απενοχοποιούν τη χρήση, η απουσία εποπτείας των νέων και η έλλειψη ευκαιριών για συμμετοχή σε θετικές δράσεις κοινωνικοποίησης.
Για εμάς στο ΕΣΥΝ πρόληψη είναι η διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε ο νέος άνθρωπος να θεμελιώσει μια συγκροτημένη προσωπικότητα που δεν θα έχει ανάγκη φυγής από την πραγματικότητα και θα διαμορφώνει στάση άρνησης απέναντι στις εξαρτήσεις και την περιρρέουσα ναρκωκουλτούρα.
Η υγιής, δωρεάν, ανεμπόδιστη και συστηματική ενασχόληση με τον αθλητισμό αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο άξονα ενός ολοκληρωμένου προγράμματος πρωτογενούς πρόληψης.
Αυτό είναι καταρχήν ευθύνη ενός κεντρικού σχεδιασμού από τη μεριά της πολιτείας, πάνω στη βάση επιστημονικών τεκμηρίων, ο οποίος θα υποστηρίζεται από σταθερή και επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωση, θα αξιολογείται ως προς την αποτελεσματικότητά του και θα αναπροσαρμόζεται για να καλύψει τις ανάγκες της νεολαίας στις διαφορετικές ηλικιακές φάσεις της ανάπτυξής της (παιδική, εφηβική, νεανική) και στα διαφορετικά πλαίσια των τοπικών κοινωνιών (αστικά ή αγροτικά, ηπειρωτικά ή νησιωτικά). Είναι επίσης ευθύνη των τοπικών δημοτικών αρχών να αξιοποιήσουν κάθε διαθέσιμο πόρο, υλικό και ανθρώπινο, προς την κατεύθυνση αυτή. Σημαντική ευθύνη έχει επίσης η δημοτική αρχή όσον αφορά την υποδομή και συντήρηση των σχολικών μονάδων, οι οποίες θα έπρεπε να αποτελούν φυσικές κυψέλες μαζικού ερασιτεχνικού αθλητισμού των παιδιών και των εφήβων στο πλαίσιο της ευρύτερης εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησής τους.
Δεν είμαστε εδώ βέβαια απλώς για να καταγγέλλουμε, αλλά και για να στηρίξουμε κάθε θετική δράση που προάγει τις αξίες του μαζικού ερασιτεχνικού αθλητισμού ως βασικό πυλώνα της πρόληψης ενάντια στις εξαρτήσεις. Είμαστε κάθετα αντίθετοι στην υλοποίηση πολιτικών που προκαλούν σύγχυση μέσα από παλιά και νέα ψευτοδιλήμματα (βλ. λειτουργικός-μη λειτουργικός χρήστης), που αθωώνουν τη χρήση στις συνειδήσεις των νέων (βλ. νομιμοποίηση κάνναβης) και διαιωνίζουν το πρόβλημα κρύβοντάς το κάτω από το χαλί (βλ. χώροι εποπτευόμενης χρήσης).
Διεκδικούμε μια διευρυμένη πρωτογενή πρόληψη που δεν εξαντλείται στα κέντρα πρόληψης, αλλά συνδέεται με την πάλη για ποιοτική και αξιοπρεπή παιδεία, υγεία, εργασία, πολιτισμό και αθλητισμό, ενάντια στις αιτίες που γεννούν την ανεργία, τη φτώχεια, τις ανισότητες τον κοινωνικό αποκλεισμό και, εν τέλει, τις εξαρτήσεις.
* Ο Βασίλης Παυλόπουλος είναι καθηγητής διαπολιτισμικής και κοινωνικής ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού Πανεπιστημιακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΕΣΥΝ