* Σοφία Σκλαβενίτη
Με τον όρο εξαρτητικές συμπεριφορές εννοούμε την πορεία χτισίματος ή την εδραίωση μιας σχέσης εξάρτησης με οτιδήποτε μπορεί να πάρει το ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος του, των προσωπικών και ευρύτερων κοινωνικών του σχέσεων. Ο ρόλος της διαμεσολάβησης επιτυγχάνεται είτε άμεσα μέσω της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών (ναρκωτικά, αλκοόλ) που μεταβάλλουν λειτουργίες της συνείδησης (αντίληψη, προσοχή, συναίσθημα) εγκαθιστώντας στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων εκτός από ψυχολογική και σωματική εξάρτηση, είτε έμμεσα μέσω της παρατεταμένης ενασχόλησης με ένα μέσο (ίντερνετ, gaming, ΜΚΔ, τζόγος κλπ.) το οποίο φτάνει στο σημείο να υποκαθιστά χαρακτηριστικά και ανάγκες της ζωής του ατόμου. Στις συμπεριφορικές εξαρτήσεις η εξάρτηση είναι αμιγώς ψυχολογική.
Υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ του εθισμού σε ουσίες και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές :
Για παράδειγμα, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι, όσο παγιώνεται η εξάρτηση, το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου ενεργοποιείται με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το αν η πηγή είναι χημική ή άλλη εμπειρία. Δηλαδή, ακόμα και στις συμπεριφορικές εξαρτήσεις ο εγκέφαλος αντιδρά σαν να είχε δεχτεί την επίδραση κάποιας χημικής ουσίας, με αποτέλεσμα να μειώνονται άλλες δραστηριότητες που προηγουμένως ικανοποιούσαν το άτομο.
Επίσης, κοινή είναι η αιτία επανάληψης της συμπεριφοράς που οδηγεί από την περιστασιακή στη συστηματική χρήση και τελικά στην εξάρτηση : Είναι οι θετικές προσδοκίες που δημιουργούνται στο άτομο γιατί παίρνει πίσω κάποιου είδους ανταμοιβή που αδυνατεί ή δυσκολεύεται να αποκτήσει με διαφορετικό τρόπο πχ. απομάκρυνση δυσάρεστων συναισθημάτων, αίσθηση ευφορίας ή υπεροχής, εκπλήρωσης επιτευγμάτων, ψευδαίσθηση κοινωνικοποίησης, εκτόνωση κλπ. Είναι ο δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο απαντά σε στρεσσογόνους παράγοντες και περιβαλλοντικά ερεθίσματα, αφού κάθε μορφή εξάρτησης λειτουργεί ως υποκατάστατο δράσης και ικανοποίησης. Με δυο λόγια θα λέγαμε πως είναι η φυγή από τον αληθινό εαυτό και την πραγματικότητα.
Τέλος, είτε μιλάμε για εξάρτηση από ουσίες είτε για άλλες μορφές εξάρτησης τελικά επηρεάζονται όλες οι πτυχές της συμπεριφοράς ενός ατόμου, οι σκέψεις, τα συναισθήματά του, η αλληλεπίδρασή του με τους άλλους. Εμφανίζεται μία ακαταμάχητη παρόρμηση επανάληψης της συμπεριφοράς, απώλεια ελέγχου και συνέχισή της παρά τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέθοδος θεραπείας των συμπεριφορικών εξαρτήσεων είναι κατά βάσει ίδια με τη μέθοδο απεξάρτησης από ουσίες.
Η μελέτη πάνω στις νέες μορφές εξάρτησης αποδόμησε μια σειρά αντιεπιστημονικών επιχειρημάτων που είχαμε συνηθίσει να ακούμε τα προηγούμενα χρόνια όπως για παράδειγμα το ότι υπάρχει δήθεν διαχωρισμός των ναρκωτικών σε «μαλακά και σκληρά» ή ότι η εξάρτηση είναι ιατρικό ή ψυχολογικό πρόβλημα, ατομική επιλογή κλπ. Ανέδειξε ότι η ουσία του προβλήματος της εξάρτησης δε βρίσκεται στην πιθανότητα βιολογικής βλάβης ή ακόμα και θανάτου, αλλά στο ότι το εξαρτημένο άτομο χάνει τον ενεργό κοινωνικό του ρόλο, την ίδια τη φύση, δηλαδή, του ανθρώπου ως κοινωνικό ον, που, επιβιώνει, δρα, εξελίσσεται μόνο μέσα στις κοινωνικές του σχέσεις και μαζί με αυτές. Γιατί διαστρεβλώνεται η επαφή του με τον εαυτό του, τους γύρω του και με την πραγματικότητα, απομακρύνεται από τις πραγματικές του ανάγκες. Μπαίνουν εμπόδια στη δυνατότητα να γνωρίζει την θέση του μέσα στην κοινωνία και με βάση αυτή να δράσει συνειδητά. Παύει να είναι ελεύθερος. Τελικά αποκοινωνικοποιείται.
Η πορεία προς την εξάρτηση είναι μία κοινωνική σχέση. Μπορούμε να τη φανταστούμε σαν ένα ισόπλευρο τρίγωνο όπου στις κορυφές του βρίσκονται το κοινωνικό περιβάλλον -άμεσο και έμμεσο- (τα κοινωνικά πρότυπα, οι συνθήκες ζωής/διαβίωσης, εκπαίδευσης, οικογενειακών και φιλικών σχέσεων κλπ) η προσωπικότητα (που σε μία κοινωνικοπολιτισμική στιγμή γίνεται ευάλωτη) και η ουσία ή το μέσο εξάρτησης (με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει τα οποία συμβάλουν στην εδραίωση της εξάρτησης (πχ. ναρκωτικές ουσίες : αντοχή, ΜΚΔ / games : εξατομίκευση εμπειρίας ώστε να γίνει πιο ελκυστική κλπ.) Για να αναπτυχθεί η εξαρτητική συμπεριφορά χρειάζεται να υπάρχουν και οι τρεις παράγοντες, από τους οποίους το κύριο στοιχείο είναι το περιβάλλον. Γιατί αυτό είναι που δίνει ή φράζει το δρόμο σε μορφωτικές ή δημιουργικές επιλογές ώστε να αναπτύσσονται ολόπλευρες, «δυνατές» προσωπικότητες. Αυτό είναι που δίνει ή στερεί τη δυνατότητα από την οικογένεια, ως ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, να αφιερώνει ποιοτικό χρόνο με τα μέλη της και να απαντά στις συναισθηματικές τους ανάγκες. Το κοινωνικό περιβάλλον είναι, επίσης, αυτό που αξιοποιεί ή όχι τις εξαρτήσεις, ανοίγοντας καμιά φορά διάπλατα το δρόμο προς αυτές, δημιουργώντας και στρεβλές ανάγκες.
Πάρτε το χαρακτηριστικό παράδειγμα των ναρκωτικών. Η «κοινωνία» συντηρεί το εμπόριό τους γιατί τα κέρδη είναι ασύλληπτα, φτάνοντας μέχρι το σημείο να νομιμοποιεί ναρκωτικές ουσίες εν είδει φορολογικών εσόδων. Η κοινωνία προσφέρει και το περίβλημα ώστε κάποιος να αποκτήσει ακόμα και την περιέργεια για να δοκιμάσει. Και τι δεν έχουμε ακούσει! «Σε απελευθερώνουν, σου αυξάνουν τη δημιουργικότητα, σε διασκεδάζουν, ανακαλύπτεις καλύτερα τον εαυτό σου» και πόσα ακόμα. Δείτε τι γίνεται σήμερα με την κάνναβη, που για 9/10 εξαρτημένους ήταν το πρώτο σκαλοπάτι για να ξεκινήσουν τη χρήση. Ένα απλό googlαρισμα και εμφανίζεται παντού ως φάρμακο για πάσα νόσο, σε σημείο που ο ΟΗΕ στην τελευταία έκθεσή του ζητά από τις κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα περιορισμού των διαφημίσεών της, ενώ δε λείπει και στη χώρα μας η αντιμετώπισή της ως «φάρμακο» για την οικονομική ανάπτυξη. Και κάπως έτσι, αργά αλλά μεθοδικά, η Αθήνα έφτασε να είναι η 5η πόλη της Ευρώπης σε χρήση κάνναβης το 2021, ενώ μέχρι πριν μια δεκαετία ήμασταν στις τελευταίες θέσεις στη χρήση ουσιών, ενώ για ½ 16χρονους μαθητές σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ΕΠΙΨΥ, η δοκιμή κάνναβης να θεωρείται ακίνδυνη.
Ή δείτε πόση αξία προσδίδεται σήμερα στα ΜΚΔ. Στην προώθηση προϊόντων (πρότυπο του ινφλουένσερ) αλλά και ιδεών (σκάνδαλο FB) για να φτάνει στο σημείο ο Elon Mask να τα αγοράζει. Με αυτή την έννοια, η έρευνα συμφωνεί ότι οι άνθρωποι δε μπορούν να εξαρτηθούν από τα πάντα, αλλά μόνο από εκείνα τα μέσα ή τις ουσίες στις οποίες οι κοινωνικές σχέσεις της κάθε εποχής έχουν με κάποιο τρόπο, έστω και συμβολικά «επενδύσει».
Τα στοιχεία από 2χρονο της καραντίνας είναι αποκαλυπτικά : Θα θυμάστε ότι κάθε δεύτερη διαφήμιση στην τηλεόραση ήταν «το καζίνο σπίτι σας». Ο ηλεκτρονικός τζόγος λοιπόν στην Ελλάδα το 2021 παρουσίασε έσοδα αυξημένα κατά 22% από το 2020, ενώ αδειοδοτήθηκαν 15 νέοι διαδικτυακοί πάροχοι. Αντίστοιχα, είδαμε ότι στις χώρες όπου η αγορά «ψυχαγωγικής» κάνναβης είναι νόμιμη τα cannabis shops έμειναν ανοιχτά ως «είδος πρώτης ανάγκης» με τις πωλήσεις να εκτοξεύονται έως και 600% σε κάποιες χώρες πχ. Καναδάς. Όλοι οι οργανισμοί που μελετούν το φαινόμενο των εξαρτήσεων κατέγραψαν επιδείνωση όλων των πλευρών της εξάρτησης αυτό το διάστημα : έναρξη χρήσης, συστηματοποίηση χρήσης, υποτροπή πίσω στη χρήση και εγκατάλειψη θεραπείας. Ας σκεφτούμε : ήταν μήπως προσωπική επιλογή κανενός ο εγκλεισμός και η έλλειψη κοινωνικοποίησης; Προσωπική επιλογή το σταμάτημα της δουλειάς ή δημιουργικών δραστηριοτήτων; Ο φόβος για το αύριο; Από προσωπική επιλογή δεν πήρε κάποιος τη στήριξη που ίσως χρειαζόταν αυτή την περίοδο;
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η εμπλοκή με μία εξαρτητική συμπεριφορά κουμπώνει σε μια εποχή όπου οι πραγματικές ανάγκες έχουν ήδη μπει σε αναστολή και ιδιαίτερα σε μια ηλικία, όπως αυτή της εφηβείας, που η προσωπικότητα ακόμα διαμορφώνεται, δεν είναι στέρεη. Όταν αυτή συνυπάρχει με μια κοινωνική πραγματικότητα πολλές φορές κενή νοήματος, που δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο ζωής και αντικίνητρο στη χρήση ουσιών, μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια, ανισότητα, παρακολούθηση ενός απαξιωμένου και ανταγωνιστικού σχολείου που στερείται του διαπαιδαγωγητικού του ρόλου, έναν αθλητισμό και πολιτισμό υποβαθμισμένο ή ταυτισμένο με την εκτόνωση, μια οικογένεια που βάλλεται από παντού και δεν έχει πολλές φορές ούτε τις αντοχές να σταθεί στα ίδια της τα παιδιά, όταν προβάλλεται ως συνταγή επιτυχίας το δόγμα «ο θάνατός σου η ζωή μου» άρα το κλείσιμο στον εαυτό και πολλά ακόμα, διαμορφώνονται σιγά σιγά οι προϋποθέσεις ευαλωτότητας προς την ανάπτυξη προβληματικής σχέσης ή εξάρτησης.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι εξάρτηση εκφράζει μια βαθιά κρίση που διαχέεται σε όλα τα πεδία των σημερινών κοινωνικών σχέσεων και με αυτή την έννοια είναι κοινωνικό φαινόμενο. Καθόλου τυχαία οι ανασκοπήσεις ερευνών στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια δείχνουν ότι «υψηλού κινδύνου» εξαρτητικές συμπεριφορές απαντώνται σε χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα όπου συνήθως παρατηρούνται περισσότεροι φραγμοί στην κάλυψη αναγκών.
Η εφηβεία είναι μία κρίσιμη αναπτυξιακά περίοδος. Ξεκινά από το 10ο περίπου έτος και ολοκληρώνεται στο 20ο περίπου έτος της ζωής ενός ανθρώπου. Κρίσιμη, γιατί σε αυτό το διάστημα ο εγκέφαλος βρίσκεται στο pick της ενεργοποίησης και του μεγέθους του, είναι ιδιαίτερα εύπλαστος, συνεπώς πιο ευαίσθητος τόσο στη δράση ουσιών (με μακροπρόθεσμες συνέπειες κατά την ενηλικίωση), όσο και στο σχηματισμό νοημάτων γύρω από τον εαυτό, τις σχέσεις και τη ζωή συνολικά, με αποτέλεσμα η δράση του εφήβου προς όποια κατεύθυνση, να παίρνει σιγά σιγά το χαρακτήρα «στάσης ζωής».
Οι αναπτυξιακές αλλαγές που συντελούνται στην εφηβεία είναι γενικά μια αγχωτική διαδικασία. Πχ. εμφανίζεται για πρώτη φορά η ικανότητα αφηρημένης σκέψης. Ο έφηβος λοιπόν βλέπει τον εαυτό του να σκέφτεται «πιο μακριά» απ’ όσα έχει ζήσει και ταυτόχρονα να μην έχει ακόμα τις εμπειρίες για να αντιμετωπίσει όσα σκέφτεται. Αυτό με τη σειρά του φέρνει συναισθηματικές αλλαγές και αντιφατικούς τρόπους συμπεριφοράς : Ανάγκη για ανεξαρτησία, για αποδοχή από τον περίγυρο, ανάγκη σχηματισμού μιας προσωπικής ταυτότητας αλλά ταυτόχρονα και άγχος για το αν θα ανταπεξέλθει. Ρίσκο και ενθουσιασμός μαζί με αναποφασιστικότητα ή παραίτηση. Υπερευαισθησία / νεύρα μαζί με παθητικότητα. Επαναστατικότητα και καταγγελία μαζί με κλείσιμο στον εαυτό! Το συναισθηματικό αυτό μπέρδεμα καταλήγει πολλές φορές στην ανία και τη βαρεμάρα, στην ισοπέδωση δηλαδή του συναισθήματος σαν άμυνα από αυτή την πίεση και στην αναζήτηση εξωτερικών ερεθισμάτων που θα κάνουν τον έφηβο να νιώσει «γεμάτος». Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της περιόδου είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας αλλά και εκείνα που μπορεί να καταστήσουν έναν έφηβο πιο ευάλωτο προς εξαρτητικές συμπεριφορές, ελλείψει άλλων προστατευτικών παραγόντων.
Η ηλικία έναρξης χρήσης ουσιών (ναρκωτικά, αλκοόλ, τσιγάρο) εντοπίζεται κατά Μ.Ο στα 13 έτη, η έντονη ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια από την πρώιμη εφηβεία Μ.Ο 10 ετών, με τα Social Media από τα 11, ενώ ο τζόγος απαντάνται περισσότερο σε αγόρια από 15 ετών και άνω.
Χωρίς να υπάρχουν στεγανά, φαίνεται ότι για τους εφήβους η χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ συνδέεται περισσότερο με μια ελλιπή κατανόηση της διασκέδασης, της ομαδικής συνύπαρξης, με αντιλήψεις που απορρίπτουν τα όρια ως παντελώς άχρηστα, ενώ αυτές οι συμπεριφορές λειτουργούν πολύ περισσότερο ως άμεσοι ρυθμιστές του συναισθήματος (να πάρω κάτι θετικό ή να απαλλαγώ από κάτι αρνητικό). Το gaming και ο τζόγος σχετίζονται περισσότερο με την ανάγκη εκπλήρωσης επιτευγμάτων και την αίσθηση προσωπικής αξίας, ενώ τα ΜΚΔ σχετίζονται με την ανάγκη αποδοχής του εαυτού και των επιλογών του από τον περίγυρο.
Βλέπουμε δηλαδή ότι ο σκοπός πίσω από την εμπλοκή με μία εξαρτητική συμπεριφορά όχι μόνο δεν είναι κακός, το αντίθετο είναι πολύ σημαντικός, απλά ο τρόπος επίτευξής του δεν είναι λειτουργικός γιατί υποκαθιστά τις πραγματικές δυνατότητες του ατόμου τελικά αποδυναμώνοντάς το. Γιατί κάποιος που μαθαίνει να παίρνει ό,τι έχει ανάγκη με έναν τεχνητό τρόπο ή με ένα μπαστουνάκι ασφαλείας αποδίδει εκεί και όχι στον εαυτό το του το θετικό αποτέλεσμα, έτσι θα δυσκολευτεί πολύ χωρίς αυτό όταν δεν θα μπορεί να το αξιοποιήσει. Θα νοιώσει αδύναμος, με αποτέλεσμα να αναζητήσει ίσως και πιο έντονα μετά κάτι που θα τον «ανεβάσει», πέφτοντας σε έναν φαύλο κύκλο.
Στο βαθμό που ως γονείς, μέσω της καλλιέργειας ενός κλίματος ασφαλούς έκφρασης αναγκών και συναισθημάτων, ενημέρωσης, σαφούς οριοθέτησης αφουγκραζόμαστε με μη απορριπτικό τρόπο τις «τρύπες» που έρχεται να καλύψει η εκάστοτε εξαρτητική συμπεριφορά, μας δίνεται η δυνατότητα να δώσουμε διεξόδους. Να ενθαρρύνουμε θετικές επιλογές, να επαινούμε για τις προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, να προτείνουμε τρόπους διαχείρισης του άγχους και των φοβιών, να βοηθήσουμε το παιδί να ανακαλύψει και να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του, δίνοντάς του κίνητρα και υλικό προβληματισμού για να αυτοβελτιώνεται, να μπορεί να αλλάζει ό,τι βλέπει και δεν του αρέσει. Ο κανόνας είναι : Όσο νωρίτερα, τόσο το καλύτερο. Όταν δυσκολευόμαστε μόνοι, ζητάμε βοήθεια. Και φυσικά ότι ως ενήλικοι αποτελούμε πρότυπα, δηλαδή, δεν αρκεί μόνο το τι λέμε αλλά και το τι κάνουμε οι ίδιοι.
Στις ηλικίες του Γυμνασίου οι εξαρτητικές συμπεριφορές που συναντώνται περισσότερο είναι ο πειραματισμός και η περιστασιακή χρήση ναρκωτικών (κάνναβη) και η έντονη ενασχόληση με το διαδίκτυο (gaming, ΜΚΔ). Κάποια πολύ βασικά στοιχεία για το καθένα, περισσότερο σαν αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση :
Κάνναβη
Η περιρρέουσα αντίληψη ότι δεν είναι «ναρκωτικό» δημιουργεί πολλές φορές εντονότερη εξάρτηση γιατί δε συνδέεται με τους φόβους του θανάτου έτσι ο χρήστης έχει στο μυαλό του το «όποτε θέλω το κόβω». Στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί κατά 183% οι αιτήσεις για θεραπεία από κάνναβη, με το 30% των εξαρτημένων που απευθύνονται στα θεραπευτικά προγράμματα να την αναφέρει ως κύρια ουσία χρήσης, ενώ αυξήθηκαν κατά 64% οι νοσηλείες στα επείγοντα των νοσοκομείων που σχετίζονται με χρήση κάνναβης στοιχεία που απαντούν από μόνα τους στα περί «ακινδυνότητας». Στη χώρα μας 2 στους 5 16χρονους βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο εξάρτησης από την κάνναβη. Η λεγόμενη χρήση «μια στο τόσο που δε βλάπτει» κρύβει την παγίδα να μη δούμε ότι από πίσω κρύβεται ένα «κάθε τόσο». Κάθε τόσο που θέλω να ενταχθώ, κάθε τόσο που θέλω να αδειάσω το κεφάλι μου κ.ο.κ. Κατά μία έννοια, ακόμα και μία μοναδική φορά βλάπτει γιατί «κλωτσάω» αυτό που πραγματικά είμαι.
Η χρήση κάνναβης αλλοιώνει την αντίληψη, την προσοχή, την κρίση, τη μνήμη, τη μάθηση. Έχει συνδεθεί με προβλήματα σχέσεων και το λεγόμενο σύνδρομο έλλειψης κινήτρων απέναντι στη ζωή. Η χρήση της επιβαρύνει τους πνεύμονες περισσότερο από το τσιγάρο και σχετίζεται με σοβαρές ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές ενώ αποτελεί εκλυτικό παράγονται για την ανάπτυξη ψυχώσεων.
Gaming
Η ψηφιακή αναπαράσταση του εαυτού γίνεται η ταυτότητα που πιθανά δε μπόρεσα να ολοκληρώσω στην πραγματική ζωή. Γίνομαι ο νικητής, ο εξολοθρευτής ή απλά σημαντικός. Αισθάνομαι ελεύθερος γιατί στο παιχνίδι δεν υπάρχουν όρια και κανόνες, έχω τη δυνατότητα ακόμα και να κάμψω το χώρο και το χρόνο. Πολλές φορές η βία και η εξόντωση γίνονται αυτοσκοπός και μετατρέπονται σε κάτι εύκολο, ανώδυνο, ακόμα και ευχάριστο. Συμμετέχω ενεργά σε αυτή, βάζω στόχους, εκφράζω καταπιεσμένες επιθυμίες και ανταμείβομαι. Στο παιχνίδι οι όποιες ανισότητες εξαλείφονται, μπορώ να χαίρω σεβασμού και να αισθάνομαι πως έτσι κοινωνικοποιούμαι με όλους, η ανωνυμία άλλωστε, με προστατεύει. Το 19% των 16χρονων στη χώρα μας βρίσκεται ψηλά στην κλίμακα προσκόλλησης στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το παιχνίδι όμως είναι ένα μέσο που συνδέει τον παιδί με τον κόσμο, ενισχύει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, πολλές φορές την ίδια τη μάθηση. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν απομονώνει ή αν καλλιεργεί τις βοηθητικές αξίες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας όπως : άμιλλα, συλλογικότητα, ειλικρίνεια, μοίρασμα.
ΜΚΔ
Η παρατήρηση της ζωής του άλλου από μια «κλειδαρότρυπα», παρέχει ένα περιβάλλον ασφάλειας για το τι μπορώ να προβάλλω ώστε να γίνω αποδεκτός εις βάρος πολλές φορές της ειλικρίνειας προς τον εαυτό μου. Όταν δε η κάθε πλευρά της ιδιωτικής ζωής βρίσκεται σε κοινή θέα, κάθε like με μαθαίνει να χρειάζομαι επιβεβαίωση για τα πάντα. Η εικόνα του εαυτού μου μπορεί να μετατραπεί εύκολα μέσα από φίλτρα σε κάτι θελκτικό που απευθύνεται στους πάντες, ανεξάρτητα αν τους διαλέγω ή όχι, και να μετατραπώ σε αντικείμενο. Μπορώ να επικοινωνήσω ό,τι θέλω, με όποιον τρόπο θέλω χωρίς ουσιαστική συνέπεια, κρυμμένος πίσω από ένα «αδιάβαστο». Να διαμορφώσω έναν τεράστιο κύκλο γνωριμιών που όμως ο χρόνος που χρειάζομαι για να τις διατηρώ εικονικά είναι τόσος που μου στερεί τη δυνατότητα να τους έχω στη μη εικονική ζωή μου με αποτέλεσμα στο τέλος της μέρας πάλι μόνος μου να είμαι. Τα κορίτσια καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά στην «προσκόλληση» στα ΜΚΔ (46,9% κοριτσιών έναντι 35,8% των αγοριών) γεγονός που σχετίζεται και με τα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από τη γυναίκα, την εικόνα του σώματος κλπ.
Η παρατεταμένη χρονικά χρήση της οθόνης γενικά, οδηγεί σε κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, εκνευρισμό, διαταραχή του ύπνου, εκπτώσεις στις κοινωνικές δεξιότητες, σε γνωστικές λειτουργίες όπως η σκέψη και η προσοχή λόγω μειωμένης διέγερσης του μετωπιαίου λοβού, μεγαλύτερη ροπή σε επιθετικές συμπεριφορές. Όταν διακόπτεται η χρήση εμφανίζονται άγχος, απότομη συμπεριφορά και ευερεθιστότητα, ενώ αναδύονται τα αρνητικά συναισθήματα και καταστάσεις που ενδεχομένως να τα περιόριζε η χρήση διαδικτύου, όπως η κατάθλιψη, φοβίες κ.ά. Κοινός παρονομαστής στα παραπάνω είναι η έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου, η αδιαφορία για τις υποχρεώσεις, η αναβλητικότητα, η απάθεια. Ο έφηβος συχνά συγκρούεται με την οικογένειά του, λέει ψέματα για το χρόνο που πέρασε στο διαδίκτυο, απομακρύνεται από άτομα που συνδέεται φιλικά ή συναισθηματικά, ενώ τελικά χάνει σημαντικές σχέσεις και παρουσιάζει μειωμένη απόδοση στην εργασία και στο σχολείο. Η απόσυρση από τη ζωή και η έλλειψη πίστης στον εαυτό οδηγούν στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη χαμηλή αυτοαποτελεσματικότητα και σε ανεπαρκή ικανότητα αντιμετώπισης δυσκολιών.
Ένας πρακτικός κανόνας είναι ο : 3-6-9-12 (Όχι τηλεόραση μέχρι 3 ετών-Όχι ηλεκτρονικά παιχνίδια μέχρι 6 ετών-Όχι διαδίκτυο μέχρι 9 ετών-Όχι μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι 12 ετών). Ο έλεγχος του περιεχομένου των σελίδων που επισκέπτεται ο έφηβος ή του είδους του ηλεκτρονικού παιχνιδιού που επιλέγει είναι απαραίτητος, ενώ ένας συμφωνημένος χρόνος χρήσης ημερησίως που καλό θα είναι να μην ξεπερνά τις 2 ώρες δίνει και την αίσθηση αποδοχής της ανάγκης αλλά παρέχει και την ασφάλεια της οριοθέτησης. Η οθόνη καλό θα είναι να μη χρησιμοποιείται ως μέσο επιβράβευσης ή τιμωρίας γιατί έτσι εξιδανικεύεται, ενώ η θέσπισης ενός κοινόχρηστου χώρου όπου θα βρίσκονται οι ηλεκτρονικές συσκευές όλης της οικογένειας για κάποιες ώρες είναι πάντα βοηθητικό αλλά κρίνεται απαραίτητο αν υπάρχουν φαινόμενα υπερβολικής ενασχόλησης.
* Σοφία Σκλαβενίτη, ψυχολόγος, Γεν, γραμματέας της Γραμματείας ΕΣΥΝ, Πρόεδρος παραρτήματος Αθήνας